τσίκνα

τσίκνα
η
1. δυσάρεστη μυρωδιά από κρέας που καίγεται όταν μαγειρεύεται με λίγο υγρό.
2. οσμή τριχών ζώου ή μάλλινου υφάσματος που καψαλίζονται.
3. οσμή ούρων σε ρούχα ή στρωσίδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσίκνα — και τζίκνα, η, Ν 1. οσμή που προέρχεται από καμένο φαγητό και, ιδίως, κρέας 2. οσμή ψημένου κρέατος 3. οσμή καμένων τριχών και ιδίως καψαλισμένου κεφαλιού σφαγίου 4. οσμή ούρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κνῖσα, μέσω ενός τ. *κνίτσα με αντιμετάθεση… …   Dictionary of Greek

  • Τσικνοπέμπτη — Ονομασία της ημέρας Πέμπτης της Κρεατνής ή κατ’ άλλους Τυρινής. Προέρχεται από τη λέξη τσίκνα, τη μυρωδιά δηλαδή του ψημένου κρέατος, που κάθε οικογένεια συνηθίζει να τρώει την ημέρα αυτή. Επειδή τις ημέρες της Τυροφάγου Δευτέρα, Τετάρτη,… …   Dictionary of Greek

  • τσικνίζω — Ν [τσίκνα] 1. περικαίω κάτι στη χύτρα έτσι ώστε να μυρίζει τσίκνα 2. τσιγαρίζω, καβουρντίζω 3. (αμτβ.) αναδίδω οσμή τσίκνας 4. μτφ. γιορτάζω, διασκεδάζω την Τσικνοπέμπτη 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τσικνισμένος, η, ο (ιδίως για φαγητό)… …   Dictionary of Greek

  • ατσίκνιστος — και ατσίκνωτος, η, ο 1. (για φαγητά) αυτός που δεν έπιασε τσίκνα, που δεν κόλλησε στην κατσαρόλα 2. (για χώρους) αυτός που δεν μυρίζει τσίκνα …   Dictionary of Greek

  • τσικνάδα — η, Ν τσίκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα + κατάλ. άδα (πρβλ. ζαλ άδα, πυρ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • τσικνώνω — και τζικνώνω Ν 1. τσικνίζω 2. περιχύνω φαγητό με καυτή σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα / τζίκνα (για άλλες απόψεις βλ. λ. τσίκνα)] …   Dictionary of Greek

  • κονίλη — κονίλη, ἡ (Α) γένος φυτού, το ορίγανον, η ρίγανη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και εμφανίζει πιθ. κατάλ. ίλη (πρβλ. μαρ ίλη «τέφρα, καρβουνόσκονη»). Η λ. κονίλη, λόγω τής έντονης μυρωδιάς τού φυτού που δηλώνει, έχει συσχετιστεί με τον τ.… …   Dictionary of Greek

  • πολύκνισος — ον, Α αυτός που αναδίδει πολλή κνίσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κνισος (< κνῖσα «τσίκνα»), πρβλ. ά κνισος] …   Dictionary of Greek

  • ταγηνοκνισοθήρας — ὁ, Α (για παράσιτο) αυτός που τού αρέσει να μυρίζει, να αναπνέει την τσίκνα τηγανισμένων φαγητών. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. < τάγηνον «τηγάνι» + κνίσα + θήρας (< θήρα «κυνήγι»)] …   Dictionary of Greek

  • τζίκνα — η, ΝΜ βλ. τσίκνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”